καθαρμόζω

καθαρμόζω
(Α καθαρμόζω)
εφαρμόζω καλά, προσαρμόζω, ταιριάζω κάτι σε κάτι άλλο («βρόχον λευκᾷ καθαρμόζουσα δείρᾳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + αρμόζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθαρμόζει — καθαρμόζω join pres ind mp 2nd sg καθαρμόζω join pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμόζοντα — καθαρμόζω join pres part act neut nom/voc/acc pl καθαρμόζω join pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμόσαι — καθαρμόζω join aor inf act καθαρμόσαῑ , καθαρμόζω join aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθηρμοσμένον — καθαρμόζω join perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) καθαρμόζω join perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταρμόσαντα — καθαρμόζω join aor part act neut nom/voc/acc pl (ionic) καθαρμόζω join aor part act masc acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοζομένῳ — καθαρμόζω join pres part mp masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοσαμένην — καθαρμόζω join aor part mid fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοσθεισῶν — καθαρμόζω join aor part pass fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοσθεῖσα — καθαρμόζω join aor part pass fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθαρμοσθῇ — καθαρμόζω join aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”